κρύπτ'

κρύπτ'
κρύπτα , κρύπτης
member of the Spartan
masc voc sg
κρύπτα , κρύπτης
member of the Spartan
masc nom sg (epic)
κρύπται , κρύπτης
member of the Spartan
masc nom/voc pl
κρύπτᾱͅ , κρύπτης
member of the Spartan
masc dat sg (doric aeolic)
κρύπτε , κρύπτω
hide
pres imperat act 2nd sg
κρύπτε , κρύπτω
hide
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • Grotte, die — Die Grotte, plur. die n, aus dem Ital. Grotta, und Franz. Grotte, eine jede Höhle, in der höhern Schreibart. Sieh wie auf dem Hügel die Haselstaude zu grünen Grotten sich wölbt, Geßn. Besonders eine künstliche Höhle in einem Lustgarten, welche… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • Gruft, die — Die Gruft, plur. die Grüfte, von dem Zeitworte graben. 1) Eine in die Erde gegrabene Öffnung, eine Grube. Des Brunnen Gruft, daraus ihr gegraben seyd, Es. 51, 1. Im Hochdeutschen ist es in dieser weitern Bedeutung veraltet, wo man es nur von… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • LACONICAE Claves — cum tribus erant dentibus, cum communes, i. e. βαλανάγραι, unico tantum praeditae essent, qui in βάλανον infigebatur, ad eam extrahendam; adeoque frqaudibus minus erant obnoxiae: unde quiritantur mulieres apud Aristoph. ςθεσμοφόριαξ usum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλεμμάδιος — κλεμμάδιος, ία, ον (Α) κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ άδιος] …   Dictionary of Greek

  • κρυβάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀποκρύπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ (άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό σύμφωνο β αναλογικά προς τον τ. κρύβδην*) + άζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυβή — (I) κρυβή, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κρυβαί η απόκρυψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*]. (II) κρυβῇ (Α) επίρρ. βλ. κρύβδην …   Dictionary of Greek

  • κρυβήτης — κρυβήτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ήτης (πρβλ. λιμν ήτης, σκαπαν ήτης)] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογράφος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων 2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθο γράφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”